- αντισυνταγματικός
- verfassungsfeindlich
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
αντισυνταγματικός — ή, ό αυτός που αντιβαίνει προς τις διατάξεις του συντάγματος («αντισυνταγματικός νόμος», «αντισυνταγματική διάταξη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + συνταγματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον λόγιο Φραγκιά Φουρναράκη] … Dictionary of Greek
αντισυνταγματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που είναι αντίθετος με το σύνταγμα μιας χώρας: Το δικαστήριο έκρινε ότι ο νόμος ήταν αντισυνταγματικός. Ουσ., αντισυνταγματικότητα, η η ιδιότητα του αντισυνταγματικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek
δικαστήρια — Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26) τα δ. ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους. Στην Ελλάδα, η δομή και η οργάνωση των δ. ρυθμίστηκε θεμελιωδώς, μετά τη σύσταση του Βασιλείου, από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων… … Dictionary of Greek